προκαταληκτικόν

προκαταληκτικόν
προκαταληκτικός
with anticipated
masc acc sg
προκαταληκτικός
with anticipated
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προκαταληκτικός — ή, όν, Α [προκαταλήγω] (στη μελική ποίηση) τα μέτρα που έχουν στην αρχή ή στο μέσο καταληκτικούς πόδες («προκαταληκτικὸν τροχαϊκόν», Ηφαιστ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”